- προσφιλοκαλώ
- -έω, Α1. διακοσμώ κάτι με καλαισθησία («ἀναθήματα καὶ βιβλιοθήκας καὶ τὴν... κατοικίαν τοῡ Περγάμου... ἐκεῑνος προσεφιλοκάλησε», Στράβ.)2. (για καλλιτέχνη) αγαπώ την ομορφιά («ἤδη δέ τινες καὶ προσφιλοκαλοῡντες», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + φιλοκαλῶ «αγαπώ το ωραίο, διακοσμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.